- παρατραγικεύομαι
- Αμιμούμαι κωμικά τους τραγικούς ποιητές, γίνομαι κωμικός, γελοίος, γελοιοποιούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τραγικός + κατάλ. -εύω / -ομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρατραγικεύεται — παρατραγικεύομαι burlesque tragedy pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)